- ὀρχοτομία
- ὀρχο-τομία, ἡ,A castration, ib.99.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορχοτομία — ὀρχοτομία, ἡ (Μ) [ορχοτομώ] ευνουχισμός … Dictionary of Greek
ὀρχοτομίας — ὀρχοτομίᾱς , ὀρχοτομία castration fem acc pl ὀρχοτομίᾱς , ὀρχοτομία castration fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)